- όψιμος
- -η, -ο (Α ὄψιμος, -η, -ον)1. αυτός που γεννιέται, γίνεται ή παράγεται μετά από το κατάλληλο και καθορισμένο χρονικό διάστημα, καθυστερημένα2. (για καρπό) αυτός που ωριμάζει αργάνεοελλ.1. μτφ. αυτός που εκδηλώνεται με καθυστέρηση («όψιμο ενδιαφέρον»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα όψιμακαρποί που σπέρνονται ή μαζεύονται αργά, οψιμιέςαρχ.(σχετικά με την ποιητική τέχνη, πρόσφατος.επίρρ...οψίμως και όψιμα (Α ὀψίμως)καθυστερημένα, αργά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψέ + κατάλ. -ιμος (πρβλ. πρώ-ιμος)].
Dictionary of Greek. 2013.